- εὐαρχίζω
- εὐαρχίζωpres subj act 1st sgεὐαρχίζωpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εὐαρχιῶ — εὐαρχίζω fut ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐαρχίσασθαι — εὐαρχίζω aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευαρχισμός — εὐαρχισμός, ὁ (ΑΜ) [ευαρχίζω] 1. καλή πειθαρχία 2. αίσιος οιωνός … Dictionary of Greek